Πάλι δεν ανοίγω την τηλεόραση.... Περί TV ο λόγος...σκέψεις και άρθρα.


Άλλη μια μέρα που δεν άνοιξα την τηλεόραση.. Ούτε καν για να ασκήσω για λίγο την τέχνη του ζαππινγκ...προλαβαίνω την απορία.... το ζάπινγκ τέχνη; Μα ναι...σκεφτείτε... ειναι  γνωστό πως το ζαπινγκ αποτελεί μια αυτόματη δημιουργία του δικού μας μεταμοντέρνου θεάματος. Φτιάχνουμε ένα τηλεοπτικό κολάζ  από εικόνες ζωής. Από ειδήσεις σε σαπουνόπερα, από ντοκυμαντερ σε αθλητικά κι από εκεί σε "πάνελ" κουτσομπόληδων ή πολιτικών, σε ένα τηλεπαιχνίδι, πίσω σε ένα reality show  και από κει σε ταινία... Μια αφθονία επιλογής που  υπάρχει  για να ικανοποιεί  την ποικιλία  των  ατομικών μας  ενδιαφερόντων αλλά καταλήγει πολλές φορές στο να μην παρακολουθεί κανείς τίποτα.. 
Τέλος πάντων, έβαλα ραδιόφωνο ως μεταμοντερνα που απολαμβάνει την ρομαντικότητά της - μιας και της το επιτρέπει η postmodern era -  και παράλληλα άρχισα να σερφάρω... Να τι ψάρεψα στην απέραντη θάλασσα του κυβερνοχώρου: ένα ενδιαφέρον άρθρο του Πάνου Σταθόγιαννη για την τηλεόραση και τους ανθρώπους της. Και το καταγράφω στο ημερολόγιό μου. Είναι απολαυστικό γιατί γράφει ως δημοσιογράφος με ύφος λογοτεχνικό ή ως συγγραφέας με υφος δημοσιογραφικό...(μεταξύ μας εγώ θεωρώ τη γραφή του μεταμοντερνα....αλλά  αυτά .. μια άλλη φορά...)

ΑΡΑΜΠΑΣ ΠΕΡΝΑ, ΣΚΟΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ… (Η φυλή μπροστά απ' τις κάμερες)

 Ακούγεται συχνά η στερεότυπη φράση ότι η τηλεόραση είναι ‘‘ένα παράθυρο προς τον κόσμο’’. Ένα παράθυρο που, συνήθως, αν υπάρχουν στο σπίτι παιδιά, γιαγιάδες, νταντάδες, είναι μονίμως ανοιχτό. Χειμώνα καλοκαίρι. Πολλά σπίτια διαθέτουν κάμποσα τέτοια ‘‘παράθυρα προς τον κόσμο’’. Ξέρω κάποιον  που εξ αιτίας κάποιων προβλημάτων στον μεταβολισμό του είναι αναγκασμένος να περνάει πολλές ώρες στην τουαλέτα, έχει τοποθετήσει και εκεί μια μικρή τηλεοπτική συσκευή. Πάνω στο καλάθι με τα άπλυτα.

Το ζήτημα είναι ποιος ‘‘κόσμος’’ μπαίνει καθημερινά στα σπίτια μας απ’ αυτό το παράθυρο, τι μας δείχνει και τι μας λέει.

Πρώτοι και καλύτεροι, με όλα τα φώτα πάνω τους, με τη δική τους κάμερα, κουστουμάτοι, απαστράπτοντες και καλωδιωμένοι, οι ‘‘τηλεοπτικοί αστέρες’’. Γίνεται λόγος για λίγες δεκάδες ατόμων που τα γνωρίζουμε όλοι με τα μικρά τους ονόματα και τα νιώθουμε σχεδόν σαν μέλη της οικογένειάς μας. Η παρουσία τους, η απουσία τους, η αποχώρησή τους, η μεταγραφή τους σε άλλο κανάλι, η προσωπική τους ζωή, τα χούγια τους, οι αισθητικές τους προτιμήσεις, οι κόντρες τους, τα τικ τους, τα πάντα πάνω τους αποτελούν συχνά ‘‘πρώτη είδηση’’. Μας τη διοχετεύουν είτε οι ίδιοι με σεμνούς ακκισμούς, είτε κάποιοι συνάδελφοί τους από γειτονικό κανάλι, είτε μια πληθώρα εντύπων που τους παρακολουθεί κατά πόδας. Επιβεβαιώνοντας έτσι την ρήση του ΜακΛούαν ότι το κατεξοχήν μήνυμα που προβάλλει το Μέσον είναι ‘‘το ίδιο το Μέσον’’, ο εαυτός του, η διαρκής ανακύκλωση των υλικών της κουζίνας του.
Μια πρόχειρη ταξινόμησή τους θα μας δώσει τρεις βασικές υποκατηγορίες – αυτούς που καταπιάνονται με τα λεγόμενα σοβαρά ζητήματα (πολιτική, οικονομία, έλεγχος της εξουσίας, διεθνής κατάσταση κλπ), αυτούς που αναδεικνύουν θέματα ‘‘κοινωνικά’’ (κουτσομπολιό, δακρύβρεχτες ιστορίες, κλειδαρότρυπα) και τον λεγόμενο ‘‘μεσαίο χώρο’’ που ασχολείται ταυτόχρονα και με το ένα, και με το άλλο, και με ό,τι κάτσει. Εδώ και κάμποσα χρόνια ο διαχωρισμός αυτός τείνει να ξεπεραστεί και όλοι οι αστέρες να ενταχθούν στην τρίτη υποκατηγορία, σχηματίζοντας έτσι τον μεγάλο ‘‘Αστερισμό του Μύλου’’. Εκ του ‘‘ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει’’. Από τα προβλήματα των συνταξιούχων μέχρι τις πλαστικές εγχειρήσεις κάποιου ειδώλου της μαζικής κουλτούρας, από τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου μας πάνω από την Μύκονο μέχρι το ‘‘τρελό πάρτι’’ κάποιου celebrity στο ίδιο νησί, από την καρέτα-καρέτα μέχρι τον βας-βας.
Μια που τους αντιστοιχεί μερίδιο πραγματικής εξουσίας πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο στους πολιτικούς (υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι ο τάδε υφυπουργός, περιφερειάρχης, νομάρχης κλπ διαθέτει μεγαλύτερη δύναμη από τον δείνα αστέρα των τηλεοπτικών δελτίων;) συνήθως στερούνται ονείρων. Τους φτάνει η αγάπη των υπηκόων-θεατών τους, όντες οι μόνοι στην επικράτεια που μέσω της AGB έχουν μετατρέψει ακόμα και την αγάπη σε μετρίσιμο μέγεθος.

Γύρω από τους τηλεοπτικούς αστέρες, ως ετερόφωτα ουράνια σώματα, περιφέρονται οι λεγόμενοι ‘‘μαϊντανοί’’. Η κίνησή τους στον γαλαξία της ενημέρωσης είναι ασταθής και μη προσδιορισμένη, καθώς κάθε φορά ελκύονται (προσκαλούνται) και μπαίνουν σε τροχιά γύρω από άλλον αστέρα. Δεν ξεπερνούν τα χίλια πεντακόσια άτομα, προέρχονται και από τα δύο φύλα (με ιδιαίτερα εντυπωσιακή την παρουσία και του λεγόμενου ‘‘τρίτου φύλου’’), εκπροσωπούν κάθε ηλικία, κάθε κοινωνική τάξη, κάθε επάγγελμα, κάθε επίπεδο μόρφωσης και κάθε αισθητική. Αν και καλούνται στις εκπομπές τάχα για να πρωταγωνιστήσουν, στην πραγματικότητα αποτελούν ένα είδος γαρνιτούρας ή καρυκεύματος (εξ ου και το ‘‘μαϊντανοί’’) στο ναρκισσιστικό σόου των αστέρων, οι οποίο δεν χάνουν την ευκαιρία να τους βάζουν κάθε τόσο στη θέση τους, δείχνοντας τους ποιος στ’ αλήθεια ‘‘κάνει κουμάντο εδώ μέσα’’. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι η προθυμία με την οποία συμμετέχουν σε κάθε είδους, κάθε μορφής και κάθε περιεχομένου προγράμματα. Αίφνης, σε εκπομπές που ασχολούνται με τις επιπτώσεις στην οικονομία της αύξησης της τιμής της βενζίνης ή με το κατά πόσο ήταν ‘‘επιπέδου’’ η συμμετοχή μας στην Eurovision, συνωστίζονται θεούσες, υπουργοί, μπασκετμπολίστες, κοινωνιολόγοι, βουλευτές, μόδιστροι, νευροχειρούργοι, δήμαρχοι, χαρτορίχτρες, δικηγόροι, μοντέλα, μάγειροι, νέο-ρεμπέτες, αγνώστων λοιπών στοιχείων, η θεια μου η Αμερσούδα…
Όνειρό τους είναι η κλωνοποίηση, ώστε να παρίστανται σε όσο το δυνατόν περισσότερα πάνελ ταυτοχρόνως. Κάποιοι, μάλιστα, το έχουν ήδη καταφέρει.
Δομικά χαρακτηρίζονται από ρευστότητα, μια που η θέση τους διεκδικείται από τους λεγόμενους ‘‘περιστασιακούς μαϊντανούς’’. Αυτοί οι τελευταίοι είναι πολλές φορές αυτόκλητοι. Είδαν φως και μπήκαν. Είδα την κάμερα, έβγαλαν από την κωλότσεπη (ή τη τσάντα) την τσατσάρα τους, χτενίστηκαν και στήθηκαν. Συνήθως είναι ‘‘αυτόπτες’’ μάρτυρες κάποιου περιστατικού, ωτακουστές, γειτόνισσες, emo, λαϊκατζήδες, νοικοκυρές, χούλιγκαν, μπανιστιρτζήδες, αργόσχολοι, πρεζόνια, τυχαίοι περαστικοί, οι παππούδες του Ζαππείου, μεταξύ των οποίων και ο θειος μου ο Δημήτρης – σύζυγος της προαναφερθείσας Αμερσούδας…
Δικό τους όνειρο είναι να αναβαπτιστούν και από περιστασιακοί μαϊντανοί να γίνουν μόνιμοι μαϊντανοί. Είναι δε δεδομένη η τάση να ενταχθεί στον μαϊντανόκηπο το σύνολο της κοινωνίας μας, για να επαληθευτεί το ρηθέν από τον πατριάρχη της pop-art, Άντυ Γουώρχολ, ότι θα έρθει κάποτε ο καιρός που ο καθένας μας θα έχει ένα πεντάλεπτο διασημότητας.

Ακολουθούν οι γλάστρες. Μέχρι πρόσφατα ήταν νεαρές, καλλίγραμμες και ελαφρότατα ενδεδυμένες κοπέλες, που ρόλος τους ήταν να χαμογελούν στις κάμερες, να κάθονται σταυροπόδι και να λικνίζονται κάθε φορά που κάποιος μαϊντανός-τραγουδιστής έπιανε το μικρόφωνο. Το γεγονός αυτό υπέκρυπτε έναν υποβόσκοντα ρατσισμό, γι’ αυτό και ο χώρος διευρύνθηκε δημοκρατικά και ενέταξε σταδιακά στους κόλπους του άντρες και γυναίκες, όμορφους και άσχημους, νέους και γέρους, δείχνοντας μια ιδιαίτερη προτίμηση στις έτοιμες να ξεσαλώσουν στα τηλεοπτικά πλατό γιαγιάδες, ανάμεσα στις οποίες και η Ζούζυ-Κιου – υπεραιωνόβια μητέρα της Αμερσούδας και πενθερά του Δημήτρη, που μετακόμισε στην Αθήνα για να παρευρίσκεται σε όλες της εκπομπές της κυρίας Ανίτας Πάνια. Ονειρεύονται την ώρα και τη στιγμή που από γλάστρες θα μεταπηδήσουν στην μεγαλύτερου πρεστίζ ομάδα των μαϊντανών.

Αυτοί είναι πάνω-κάτω οι άνθρωποι που εισβάλλουν καθημερινά στο σαλόνι του σπιτιού μας από την οθόνη-παράθυρο. Ένα πολύχρωμο και φασαριόζικο καραβάνι που, περνώντας, σηκώνει απίστευτη σκόνη. Κρυμμένοι πίσω από τους ευφημισμούς όπως ‘‘ενημέρωση’’, ‘‘ψυχαγωγία’’, ‘‘φωνή του άφωνου πολίτη’’ και άλλα παρόμοια διασκεδαστικά, αποτελούν (τα ενσυνείδητα ή εν αγνοία τους) γραναζάκια μηχανισμών διαπλοκής, συναλλαγής, εξυπηρέτησης πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, παραπληροφόρησης, χειραγώγησης των μαζών, αποχαύνωσης. Και, εν πολλοίς, ευθύνονται για την κατάντια της κοινωνίας μας.
Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά…

(Πάνος Σταθόγιαννης, ‘‘ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ’’, περιοδική έκδοση του Π.Ο.Υ. Υπουργείου Πολιτισμού, τεύχος 05.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: